Κάθισε δίπλα στο παράθυρο και κοίταξε έξω χωρίς ενδιαφέρον.
πόσο μακριά της έμοιαζαν όλα πια.
Προτίμησε από τα μέτρια συναισθήματα να ζήσει κάτι επικίνδυνο για εκείνη
μα έντονο και παθιασμένο.
και καθώς αναλογιζόταν τα περασμένα έβαλε το διλήμμα στον εαυτό της
αν γυρνούσε πίσω τι θα ήθελε πια... την σιγουριά μιας αγκαλιάς ή εκείνο το πάθος που την οδήγησε σε ένα ατελείωτο πνίξιμο στα νερά των αναμνήσεών;
Η απάντηση ήταν αυτή που φοβόταν, θα το ξανά ζούσε πέρα από κάθε κόστος;
και δεν την ικανοποιεί καμιά αγκαλια... κανένα μέτριο συναίσθημα πνιγμένο στην ασφάλεια δεν την
δωροδοκεί αρκετά και ικανοποιητικά ώστε να μετανοιώσει για ότι έζησε μαζί του.
Τα μάτια της ώρα τώρα ήταν υγρά,τίποτα δεν την ολοκλήρωνε πλέον τίποτα σαν εκείνο το μοναδικό στον κόσμο κομμάτι που έφυγε μαζί του....
τουλάχιστον ξέρει πως εκείνος κουβαλάει ένα κομμάτι της μέσα του
έχει το παιδί της ψυχής της μέσα του.
Πόσα βράδια πέρασαν που άυπνη στεκόταν πλάι σε εκείνο το παράθυρο κοιτώντας τον δρόμο, περιμένοντας το τίποτα και με ένα μυαλό τόσο ταξιδιάρικο που δεν έπαιρνε ποτέ τον δρόμο του γυρισμού ούτε καν το χάραμα... εκείνες οι νύχτες ατελείωτες μοναχικές....
Με έναν ύπνο επισκέπτη και παρατηρητή παρά πρωταγωνιστή με δυο χέρια πλευρισμένα με δάκρυα κρυφά βουβά μα τόσο μα τόσο έντονα σε ένα ξέσπασμα που περίμενε και η ίδια της μέρες πριν
Βαριές ανάσες και μια ζωή αφιερωμένη στον έρωτα όπως του αξίζει....
ακόμα και σε παρελθόντα χρόνο......